αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
ανερίναστος — ἀνερίναστος, ον (Α) 1. (σύκο) που ωρίμασε χωρίς να ορνιαστεί η συκιά 2. (συκιά) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για γονιμοποίηση ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εριναστός «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» < ερινάζω «γονιμοποιώ… … Dictionary of Greek
ερινάζω — και ερινεάζω και ερινιάζω και ρινιάζω (AM ἐρινάζω) [ερινάς] 1. κρεμώ τον καρπό τής άγριας συκιάς (ερινεός) στα κλαδιά ήμερης για να μεταφέρουν τα μικρά έντομα που ζουν στον καρπό τής άγριας γύρη με σκοπό να γονιμοποιηθεί η ήμερη, γονιμοποιώ άγρια … Dictionary of Greek
κοσκινομαντεία — η (Α κοσκινομαντεία) η τέχνη να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να ανακαλύπτει μυστικά ανακινώντας στάχια ή όσπρια μέσα σε κόσκινο ή καρφώνοντας το ένα σκέλος ψαλιδιού στη στεφάνη τού κόσκινου και κρεμώντας το άλλο με κλωστή ώστε το κόσκινο να… … Dictionary of Greek
μασχαλίζω — (Α μασχαλίζω) [μασχάλη] νεοελλ. φρ. «μασχαλίζω την άγκυρα» ναυτ. κρεμώ την άγκυρα από τον μασχαλιστήρα αρχ. 1. βάζω κάτι κάτω από τη μασχάλη 2. ακρωτηριάζω πτώμα, επειδή υπήρχε η πεποίθηση στους δολοφόνους ότι κόβοντας τα άκρα τού θύματός τους… … Dictionary of Greek
ορνιάζω — [ορνιός] γονιμοποιώ τα σύκα ήμερης συκιάς κρεμώντας στα κλαδιά της ορνιούς … Dictionary of Greek
παρακαλύπτω — Α (συν. μέσ.) παρακαλύπτομαι 1. καλύπτω κάτι κρεμώντας κάτι άλλο μπροστά του, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω το πρόσωπο κάποιου 3. αδιαφορώ 4. μτφ. υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ ῥῆμα]», ΚΔ) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek