κρεμῶντας

κρεμῶντας
κρεμάννυμι
hramjan
fut part act masc acc pl (attic epic)
κρεμάω
hramjan
pres part act masc acc pl
κρεμάζω
hramjan
fut part act masc acc pl
κρεμόω
bobbins
pres part act masc acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • ανερίναστος — ἀνερίναστος, ον (Α) 1. (σύκο) που ωρίμασε χωρίς να ορνιαστεί η συκιά 2. (συκιά) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για γονιμοποίηση ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εριναστός «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» < ερινάζω «γονιμοποιώ… …   Dictionary of Greek

  • ερινάζω — και ερινεάζω και ερινιάζω και ρινιάζω (AM ἐρινάζω) [ερινάς] 1. κρεμώ τον καρπό τής άγριας συκιάς (ερινεός) στα κλαδιά ήμερης για να μεταφέρουν τα μικρά έντομα που ζουν στον καρπό τής άγριας γύρη με σκοπό να γονιμοποιηθεί η ήμερη, γονιμοποιώ άγρια …   Dictionary of Greek

  • κοσκινομαντεία — η (Α κοσκινομαντεία) η τέχνη να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να ανακαλύπτει μυστικά ανακινώντας στάχια ή όσπρια μέσα σε κόσκινο ή καρφώνοντας το ένα σκέλος ψαλιδιού στη στεφάνη τού κόσκινου και κρεμώντας το άλλο με κλωστή ώστε το κόσκινο να… …   Dictionary of Greek

  • μασχαλίζω — (Α μασχαλίζω) [μασχάλη] νεοελλ. φρ. «μασχαλίζω την άγκυρα» ναυτ. κρεμώ την άγκυρα από τον μασχαλιστήρα αρχ. 1. βάζω κάτι κάτω από τη μασχάλη 2. ακρωτηριάζω πτώμα, επειδή υπήρχε η πεποίθηση στους δολοφόνους ότι κόβοντας τα άκρα τού θύματός τους… …   Dictionary of Greek

  • ορνιάζω — [ορνιός] γονιμοποιώ τα σύκα ήμερης συκιάς κρεμώντας στα κλαδιά της ορνιούς …   Dictionary of Greek

  • παρακαλύπτω — Α (συν. μέσ.) παρακαλύπτομαι 1. καλύπτω κάτι κρεμώντας κάτι άλλο μπροστά του, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω το πρόσωπο κάποιου 3. αδιαφορώ 4. μτφ. υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ ῥῆμα]», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”